- υδραργυρικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υδράργυρο2. αυτός που περιέχει υδράργυρο («υδραργυρική αλοιφή»)3. αυτός που γίνεται με υδράργυρο («υδραργυρική εντριβή»)4. αυτός που κατασκευάζεται με υδράργυρο («υδραργυρικό θερμόμετρο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < υδράργυρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον θ. Ηλιάδη].
Dictionary of Greek. 2013.